Εισαγωγή // Περιεχόμενα // 1ο Κεφάλαιο

 

Οι Καιροί των Εθνών Αναθεωρημένοι

©  Carl Olof Jonsson, Göteborg, Sweden

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Ως ένας από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά για περισσότερα από είκοσι-πέντε χρόνια, είχα μεγάλη εμπιστοσύνη στην Εταιρία Σκοπιά - τον εκδοτικό σύλλογο των Μαρτύρων - και στην ηγεσία της. Μέχρι πολύ πρόσφατα, είχα την ελπίδα πως οι τωρινοί ιθύνοντες αυτής της οργάνωσης θ’ αντιμετώπιζαν με προσοχή και φρόνηση τα γεγονότα που αφορούν την χρονολογία τους, ακόμη κι αν αυτά τα γεγονότα θ' αποδείχνονταν θανάσιμα για μερικές από τις κεντρικές δοξασίες και αποκλειστικούς ισχυρισμούς της οργάνωσής τους. Αλλά, όταν τελικά συνειδητοποίησα πως οι ιθύνοντες της Εταιρίας - προφανώς για λόγους οργανωτικής ή "εκκλησιαστικής" τακτικής - ήταν αποφασισμένοι να εξαπατήσουν εκατομμύρια ανθρώπους, συγκαλύπτοντας πληροφορίες που θεωρούσαν, και θεωρούν, ανεπιθύμητες, καμιά εναλλακτική πορεία δε φάνηκε ανοιχτή εκτός από το να δημοσιεύσω τα ευρήματά μου, δίνοντας με τον τρόπο αυτό, σε κάθε άτομο την ευκαιρία να εξετάσει τις αποδείξεις και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Ο χρονολογικός υπολογισμός των "καιρών των εθνών" (Λουκάς κα: 24), που θεωρεί πως είναι μια περίοδος 2520 ετών τα οποία αρχίζουν από το 607 π.Χ. και λήγουν το 1914 μ.Χ., αποτελεί βασικό στοιχείο στο δογματικό οικοδόμημα της Εταιρίας Σκοπιά. - Το κεντρικό της άγγελμα βασίζεται σ’ αυτόν ακριβώς τον υπολογισμό. Προβάλλουν τον ισχυρισμό πως η Βασιλεία του Θεού ιδρύθηκε στον ουρανό το 1914 μ.Χ. και πως η παρουσία του Χριστού άρχισε το έτος εκείνο. Ακόμη διακηρύττουν πως "τούτο το ευαγγέλιο της Βασιλείας" (Ματθ. κδ: 14) αναφέρεται ειδικά στη διακήρυξη των Μαρτύρων πως η Βασιλεία του Θεού ιδρύθηκε αόρατα το 1914. Λένε λοιπόν, πως «το ευαγγέλιο που κηρύττεται από άλλους λεγόμενους Χριστιανούς ποτέ δεν ήταν το αληθινό ευαγγέλιο. Η Σκοπιά 1-9-1981, σελ.17 έγραψε:

"Ας συγκρίνουν τα ειλικρινή άτομα το είδος του κηρύγματος του ευαγγελίου της Βασιλείας που έκαναν τα θρησκευτικά συστήματα του λεγόμενου Χριστιανικού Κόσμου σ’ όλους τους αιώνες με το κήρυγμα που έκαναν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά από το τέλος του Α' Παγκοσμίου πολέμου το 1918. Δεν υπάρχει τίποτε το κοινό μεταξύ τους. Το κήρυγμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά είναι πραγματικά "ευαγγέλιον", ή "καλά νέα", για την ουράνια βασιλεία του Θεού που εγκαθιδρύθηκε με την ενθρόνιση του Υιού του, Ιησού Χριστού, στο τέλος των Καιρών των Eθνών το 1914."

Εξαιτίας της κεντρικής σπουδαιότητας που έχει αυτός ο χρονολογικός υπολογισμός για τους απαράβλητους ισχυρισμούς της Εταιρίας Σκοπιά δε θεωρείται απλά σαν θεωρία ή ερμηνεία, αλλά σαν θεμελιωμένο και αναμφισβήτητο γεγονός, στο οποίο επίμονα αντιστέκονται τα έθνη της γης, συμπεριλαμβανομένων των Εθνών του Χριστιανικού κόσμου. Λέγεται μάλιστα πως εκείνοι που το απορρίπτουν εκτίθενται στην οργή του Θεού.[1]

Συνεπώς, δεν είναι εύκολο για έναν από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ν’ αμφισβητήσει την εγκυρότητα αυτού του βασικού προφητικού υπολογισμού. Για πολλούς Μάρτυρες πιστούς, το σύστημα δοξασιών που βασίζεται στη χρονολογία των "Καιρών των Εθνών" λειτουργεί σαν ένα είδος "φρουρίου" μέσα στο οποίο αναζητείται καταφύγιο με τη μορφή πνευματικής και συναισθηματικής ασφάλειας. Αν αμφισβητηθεί ένα μέρος αυτού του δογματικού οικοδομήματος, οι πιστοί τείνουν ν' αντιδρούν συναισθηματικά, παίρνουν μια αμυντική στάση, διαισθάνονται πως το "φρούριό" τους βρίσκεται κάτω από επίθεση και πως η ασφάλειά τους απειλείται. Αυτός ο μηχανισμός άμυνας τους δυσκολεύει να προσέξουν και να εξετάσουν αντικειμενικά όσα  οι  αμφισβητίες  ίσως έχουν να πουν επί του θέματος. Άθελα,  συχνά  θέτουν  την ανάγκη τους για συναισθηματική ασφάλεια πάνω από το σεβασμό για την αλήθεια.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εισχωρήσει κανείς πίσω απ' αυτόν τον αμυντικό μηχανισμό, που είναι τόσο συνηθισμένος ανάμεσα στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, για να βρει ανοιχτές, ευήκοες διάνοιες - ιδιαίτερα όταν αμφισβητείται ένα τόσο βασικό δόγμα, όπως αυτό των "καιρών των εθνών", επειδή μια τέτοια αμφισβήτηση κλυδωνίζει αυτά καθαυτά τα θεμέλια του δογματικού οικοδομήματος των Μαρτύρων και ωθεί Μάρτυρες όλων των επιπέδων να γίνονται πεισματικά αμυντικοί. Γεύτηκα επανειλημμένα τέτοιες αντιδράσεις από το 1977, οπότε για πρώτη φορά παρουσίασα την ύλη που βρίσκεται σ' αυτό το βιβλίο ενώπιον του Κυβερνώντος Σώματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά.

Η παρούσα μελέτη άρχισε το 1968. Τότε ήμουν "σκαπανέας" (ολοχρόνιος ευαγγελιστής) των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Στην πορεία της διακονίας μου, ένας κύριος, με τον οποίον διεξήγα μια Γραφική μελέτη, με προκάλεσε ν’ αποδείξω την ορθότητα της ημερομηνίας που η Εταιρία υποδείκνυε σαν το έτος για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλώνιους, δηλαδή το 607 π.Χ. Τόνισε πως οι ιστορικοί τοποθετούν το συμβάν εκείνο είτε στο 587 είτε στο 586 π.Χ. Σαν αποτέλεσμα εκείνης της πρόκλησης, άρχισα περιοδική έρευνα επί του θέματος που συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του 1975, οπότε αναγκάστηκα με δυσφορία, από το αυξανόμενο βάρος των αποδείξεων ενάντια στο 607 π.Χ., να συμπεράνω πως η Εταιρία Σκοπιά έσφαλε. Έπειτα, για λίγο καιρό μετά το 1975, συζήτησα τις αποδείξεις με μερικούς στενούς φίλους, ερευνητές. Κανένας δεν μπορούσε ν' αντικρούσει τις αποδείξεις που παρείχαν τα δεδομένα που είχα συγκεντρώσει. Έτσι, αποφάσισα να συντάξω μια συστηματική διατριβή γύρω από το όλο ζήτημα και να τη στείλω στα κεντρικά Γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Η διατριβή εκείνη προετοιμάσθηκε και στάλθηκε στο Κυβερνών Σώμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά το 1977. Η εργασία που διαβάζετε βασίζεται σ’ εκείνο το κείμενο, αν και από το 1981 έχει κάπως αναθεωρηθεί και επεκταθεί.

Από την αλληλογραφία που επακολούθησε με το Κυβερνών Σώμα, έγινε ξεκάθαρο πως κι εκείνοι επίσης δε μπορούσαν ν' αντικρούσουν τις αποδείξεις που είχα προσκομίσει. Στην πραγματικότητα, δεν καταβλήθηκε καμιά τέτοια προεπάθεια μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου 1980. Στο μεταξύ, επανειλημμένα μου επέστησαν την προσοχή να μην αποκαλύψω τα ευρήματά μου σε  άλλους. Για παράδειγμα, σε επιστολή τους με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 1978, αξιωματούχοι της Εταιρίας μου έγραψαν:

"Όμως, άσχετα με το πόσο ισχυρή  μπορεί  να  είναι  η επιχειρηματολογία προς υποστήριξη αυτών των απόψεων, προς το παρόν πρέπει να θεωρούνται ως προσωπική σου άποψη.  Δεν είναι κάτι για το οποίο θα πρέπει να μιλάς ή να προσπαθείς να προάγεις ανάμεσα  σε  άλλα  μέλη  της  εκκλησίας."

Και  αργότερα, σε επιστολή με ημερομηνία 15 Μαΐου 1980, δήλωσαν:

«Είμαστε βέβαιοι ότι αντιλαμβάνεσαι πως δε θα ήταν κατάλληλο ν' αρχίσεις να εκθέτεις τις απόψεις σου, σχετικά με τη χρονολογία, που είναι διαφορετικές από εκείνες που έχουν δημοσιευθεί  από  την  Εταιρία,  έτσι  ώστε  να εγείρεις ερωτηματικά και προβλήματα ανάμεσα στους αδελφούς».

Αποδέχθηκα τη συμβουλή, επειδή είχα την εντύπωση πως οι πνευματικοί μου αδελφοί, στα κεντρικά Γραφεία της Σκοπιάς, χρειάζονταν χρόνο για να επανεξετάσουν λεπτομερειακά το όλο θέμα. Στην πρώτη τους απάντηση στη διατριβή μου, με ημερομηνία 19 Αυγούστου 1977, είχαν αναφέρει:

"λυπούμαστε που εξαιτίας της πίεσης του έργου εδώ δε μας επιτράπηκε μέχρι τώρα να της δώσουμε την προσοχή που θα θέλαμε."

Και σε μια επιστολή με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 1978 έγραψαν:

"Μέχρι τώρα δε μας δόθηκε η ευκαιρία να εξετάσουμε αυτό το υλικό, καθόσον μας απασχολούν άλλα επείγοντα προβλήματα. Όμως, θα το ερευνήσουμε μόλις θα έχουμε την ευκαιρία...  Σε διαβεβαιώνουμε πως οι απόψεις σου θα εξετασθούν από υπεύθυνους αδελφούς... Σύντομα θα κοιτάξουμε τη διατριβή σου και θα αξιολογήσουμε όσα περιέχονται σ’ αυτήν."

Κρίνοντας από τις παραπάνω και άλλες παρόμοιες εκφράσεις, οι αξιωματούχοι των Κεντρικών Γραφείων του Μπρούκλιν έδιναν την εντύπωση πως ήταν πρόθυμοι να εξετάσουν έντιμα και αντικειμενικά τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν. Όμως, πολύ γρήγορα, ολόκληρο το θέμα πήρε μια ολότελα διαφορετική τροπή.

Στις αρχές του Αυγούστου του 1978, ο Άλμπερτ Ντ. Σρόντερ, μέλος του Κυβερνώντος Σώματος, είχε μια συνάντηση με αντιπροσώπους των Γραφείων των Τμημάτων της Εταιρίας Σκοπιά. Σ’ εκείνη τη συνάντηση είπε στo ακροατήριο πως διεξαγόταν μια εκστρατεία, τόσο μέσα στις τάξεις των «Μαρτύρων» όσο και απ’ έξω, για ν' ανατραπεί η χρονολογία της Εταιρίας 607 π.Χ. -  1914 μ.Χ. [2]. «Η Εταιρία όμως, δεν ήταν διατεθειμένη να υποχωρήσει» ανέφερε.

Μετά από τρεις εβδομάδες, στις 2 Σεπτεμβρίου, προσκλήθηκα σε ακρόαση ενώπιον δύο αντιπροσώπων της Εταιρίας Σκοπιά στη Σουηδία. Μου είπαν πως είχαν διορθσθεί από το Γραφείο Τμήματος της Σουηδίας να διεξάγουν μια τέτοια ακρόαση, επειδή "οι αδελφοί" στα Κεντρικά Γραφεία του Μπρούκλιν ήταν βαθιά ανήσυχοι σχετικά με τη διατριβή που είχα συγγράψει. Για μια ακόμη φορά, μου επέστησαν την προσοχή να μη διαδώσω τις πληροφορίες που είχα συγκεντρώσει. Μου είπαν επίσης πως η Εταιρία δε χρειαζόταν και δεν ήθελε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ατομικά να επιδίδονται σε τέτοιου είδους έρευνες.

Εξαιτίας, εν μέρει, αυτής της συνάντησης, παραιτήθηκα από τη θέση μου ως πρεσβύτερος στην τοπική εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά και εξήγησα τους λόγους με μια μακροσκελή επιστολή προς τους συμπρεσβυτέρους μου. Γρήγορα έγινε πλατιά γνωστό, ανάμεσα στους Μάρτυρες αδελφούς μου σε διάφορα μέρη της Σουηδίας, πως είχα απορρίψει τη χρονολογία της Εταιρίας. Στους επόμενους μήνες εγώ και άλλοι, που είχαμε αμφισβητήσει τη χρονολογία της Εταιρίας, γίναμε αντικείμενο επίκρισης τόσο ιδιωτικά όσο και από το βήμα των Αιθουσών Βασιλείας (οίκων ευναθροίσεων των Μαρτύρων του Ιεχωβά) και των συνελεύσεων των Μαρτύρων. Μας δυσφημούσαν και μας περιέβαλαν με τους αρνητικότερους χαρακτηρισμούς, όπως "στασιαστές", "αλαζόνες", "ψευδοπροφήτες", "μικροπροφήτες που απεργάζονται τη δική τους μηδαμινή χρονολογία" και "αιρετικούς". Μας ονόμασαν "επικίνδυνα στοιχεία στις εκκλησίες", "πονηρούς δούλους", "βλάσφημους", καθώς και "ανήθικους, άνομους". Σε ιδιωτικές συνομιλίες, μερικοί από τους Μάρτυρες αδελφούς μας, περιλαμβανομένων μερικών από τους περιοδεύοντες αντιπροσώπους της Εταιρίας Σκοπιά, υπαινίσσονταν επίσης πως βρισκόμαστε κάτω από "δαιμονική επήρεια", ότι είχαμε "κατακλύσει την Εταιρία με επικρίσεις" και πως "θάπρεπε να είχαμε αποκοπεί (:αφοριστεί) πριν από καιρό". Αυτά είναι μερικά παραδείγματα της εκτεταμένης δυσφήμισης σε βάρος μας, που διενεργείται από τότε, παρόλο που ποτέ δεν έχουν μνημονευθεί δημόσια - για εύλογους νομικούς λόγους. Αυτή η εκστρατεία κατασυκοφάντισης δεν αποτελούσε απλά τοπικό φαινόμενο, αλλά είχε τη συγκατάθεση του Κυβερνώντος Σώματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι παρόμοιες δηλώσεις τυπώ3ηκαν στο περιοδικό Σκοπιά.[3]

Σε μια επιστολή που έστειλα στον Άλμπερτ Σρόντερ, με ημερομηνία 6 Δεκεμβρίου 1978, περιέγραψα τη νέα στροφή των γεγονότων, επισύροντας την προσοχή του στο λυπηρό γεγονός πως, παρόλο που η διατριβή μου στάλθηκε στην Εταιρία γραμμένη με την πιο μεγάλη περίσκεψη και με κάθε ειλικρίνεια, ωστόσο έγινα θύμα λασπολογίας, εξευτελισμών και δολοφονίας της προσωπικότητάς μου.

"Πόσο τραγικό είναι, λοιπόν, να παρατηρεί κανείς την εξέλιξη μιας κατάστασης όπου η προσοχή απομακρύνεται από το φλέγον ζήτημα - την εγκυρότητα της χρονολογίας του 607 π.Χ. - και κατευθύνεται στο πρόσωπο που έγειρε το ζήτημα, ώστε τελικά να θεωρείται σαν πρόβλημα το πρόσωπο, κι όχι το ζήτημα! Είναι πραγματικά λυπηρό. Πώς είναι δυνατόν ν' αναπτύσσεται στην "Κίνησή" μας μια κατάσταση τέτοιου είδους;"

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, που ποτέ δε δόθηκε επίσημα από την Εταιρία, πρέπει να βρεθεί στον ψυχολογικό αμυντικό μηχανισμό που περιγράφεται από τον Δρα Χ. Ντέιλ Μπάουμπαχ: "Τα ανασφαλή άτομα, όταν βρίσκονται αντιμέτωπα με κάποιο πρόβλημα που αποκαλύπτει την ανασφάλειά τους, αντιδρούν ενστικτωδώς, προσπαθώντας να καταστρέψουν εκείνο που εκθέτει την ανασφάλειά τους, ή να το απωθήσουν στα μετόπισθεν της διανοίας."[4]

Τελικά, η Εταιρία Σκοπιά προσπάθησε ν’ ανασκευάσει τις αποδείξεις ενάντια στη χρονολογία 607 π.Χ. Όμως, αυτό δεν έγινε παρά μόνο όταν ένας ειδικός εκπρόσωπος του Κυβερνώντος Σώματος στη Σουηδία ζήτησε με επιστολή από την Εταιρία ν' απαντήσει στο περιεχόμενο της διατριβής που στάλθηκε στα Κεντρικά Γραφεία, λέγοντας πως ο συγγραφέας της εξακολουθούσε ν' αναμένει μιαν απάντηση. Ο εκπρόσωπος αυτός δε ήταν άλλος από το συντονιστή του έργου της Εταιρίας στη Σουηδία, δηλαδή ο Μπενγκτ Χάνσον.

Ο Χάνσον μ' επισκέφθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1979 για να συζητήσουμε την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως το πραγματικό πρόβλημα ήταν οι αποδείξεις που είχα παρουσιάσει στην Εταιρία ενάντια στη χρονολογία 607 π.Χ. και όχι εγώ, τα κίνητρα μου ή η στάση μου. Συνεπώς, στις αρχές του 1980 ο Χάνσον έγραψε μια επιστολή προς το Κυβερνών Σώμα, όπου εξηγούσε την κατάσταση και τους πληροφορούσε πως ακόμη ανέμενα απάντηση στις αποδείξεις που είχα προσκομίσει αντικρούοντας τη χρονολογία τους. Έτσι επιτέλους, σε μια επιστολή με ημερομηνία 28 Φεβρουαρίου 1980, καταβλήθηκε από την Εταιρία κάποια προσπάθεια ν' ανασκευάσουν μερικά από τα επιχειρήματα μου.

Η "ανασκευή" όμως αποδείχτηκε ως επί το πλείστον απλή επανάλειψη προηγουμένων επιχειρημάτων που παρουσιάζονται σε διάφορες εκδόσεις της Εταιρίας. Επιχειρήματα που η διατριβή μου είχε ήδη καταδείξει πως δεν ικανοποιούν. Σε επιστολή που τους έστειλα με ημερομηνία 31 Μαρτίου 1980 απάντησα στα επιχειρήματα τους και πρόσθεσα δυο νέες σειρές αποδείξεων ενάντια στη χρονολογία 607 π.Χ. Έτσι η Εταιρία απέτυχε να υπερασπισθεί τη θέση της και οι αποδείξεις ενάντια σ’ αυτήν έγιναν σημαντικά ισχυρότερες.

Καμιά πρόσθετη προσπάθεια δεν καταβλήθηκε από την Εταιρία να χειριστεί το όλο θέμα μέχρι το καλοκαίρι του 1981, όταν μια μικρή αναφορά επί τούτου εμφανίστηκε σαν παράρτημα του βιβλίου Ελθέτω η Βασιλεία Σου (σελ. 186-190). Αυτή η τελευταία αναφορά δεν πρόσθεσε τίποτε στα αρχικά επιχειρήματα, μάλιστα ο καθένας που είχε σπουδάσει προσεχτικά το θέμα της αρχαίας χρονολογίας, διακρίνει πως δεν είναι τίποτε άλλο παρά ασθενική προσπάθεια διάσωσης μιας αστήριχτης θέσης, αποκρύπτοντας τα γεγονότα. Έτσι, σε τελική ανάλυση, έγινε φανερό πως η Εταιρία δεν επρόκειτο να επιτρέψει στα γεγονότα να παρέμβουν στις θεμελιώδεις δοξασίες της.

Πρέπει να σημειωθεί πως, ενώ οι αξιωματούχοι της Εταιρίας αισθάνονται ολότελα ελεύθεροι να δημοσιεύουν οποιοδήποτε επιχείρημα που υποστηρίζει τη χρονολογία τους, έχουν φθάσει στα άκρα στην προσπάθειά τους να κρατήσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά σε άγνοια σχετικά με το βαρύ φορτίο των αποδείξεων που την αντικρούουν. Έτσι, όχι μόνο έχουν επανειλημμένα  επιστήσει  την προσοχή μου στο να μη συμμεριστώ με άλλους  τις αποδείξεις που υπάρχουν ενάντια στο 607 π.Χ., αλλά έχουν επίσης υποστηρίξει την πλατιά εξαπλούμενη δυσφήμιση οποιουδήποτε και όλων των Μαρτύρων που έχουν αμφισβητήσει τη χρονολογία τους. Αυτός ο τρόπος μεθόδευσης όχι μόνο είναι άδικος έναντι των αμφισβητιών, αλλά και άκρως ανέντιμος έναντι των Μαρτύρων του Ιεχωβά οι οποίοι πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ακούσουν και τις δυο πλευρές του ζητήματος και να μάθουν όλα τα γεγονότα. Αυτός, λοιπόν, είναι ο λόγος που αποφάσισα να δημοσιεύσω το: «Οι Καιροί των Εθνών Αναθεωρημένοι».

Ας σημειωθεί πως εκπρόσωποι της Εταιρίας Σκοπιά έχουν προβάλλει ποικίλα επιχειρήματα σχετικά με το γιατί δε θα πρέπει να γνωστοποιηθούν μεταξύ των Μαρτύρων του Ιεχωβά γεγονότα και αποδείξεις που αντιστρατεύονται τις διδασκαλίες της Εταιρίας. Μια γραμμή συλλογισμού είναι η ακόλουθη: Ο Ιεχωβά αποκαλύπτει την αλήθεια βαθμιαία, μέσω της τάξης του "πιστού και φρονίμου δούλου" που ο Χριστός έχει καταστήσει "επί πάντων των υπαρχόντων Του". Αυτή η τάξη του "δούλου" εκπροσωπείται από τους συγγραφείς των εκδόσεων της Σκοπιάς. Κατά συνέπεια, πρέπει να προσμένουμε τον Ιεχωβά - με άλλα λόγια, να περιμένουμε μέχρι που η οργάνωση θα δημοσιεύσει "νέες αλήθειες". Συνεπώς, καθένας που προπορεύεται της οργάνωσης είναι αλαζόνας, γιατί νομίζει πως γνωρίζει καλύτερα από τον "πιστό και φρόνιμο δούλο."

Όμως, ένα τέτοιο επιχείρημα είναι άκυρο αν οι υποθετικοί συλλογισμοί της Εταιρίας σχετικά με τη χρονολογία της Βίβλου είναι λαθεμένοι. Η αντίληψη πως είναι δυνατό σήμερα να προσδιοριστεί μια τάξη "πιστών και φρόνιμων δούλων" που ο Χριστός, ως "Κύριος" στην παραβολή του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου κδ' 45-47, έχει "καταστήσει επί πάντων των υπαρχόντων Του", βασίζεται εξ ολοκλήρου στο χρονολογικό υπολογισμό πως ο "Κύριος" ήρθε το 1914 και έκανε έναν τέτοιο διορισμό μετά από λίγα χρόνια, δηλαδή το 1919.[5] Αν, όπως θα δείξουμε σε τούτο το έργο, οι "Καιροί των Εθνών" δεν έληξαν το 1914, τότε βέβαια ο Χριστός δεν επέστρεψε εκείνο το έτος, οι δε ιθύνοντες της Εταιρίας Σκοπιά δε μπορούν να ισχυριστούν πως έχουν καταστεί ή διοριστεί "επί πάντων των υπαρχόντων (του Κυρίου)" το 1919. Επιπλέον, αν είναι έτσι, δε μπορούν δικαιωματικά να προβάλλουν αξίωση «μονοπωλιακής δημοσίευσης της αλήθειας».

Επίσης, πρέπει να σημειωθεί πως ο "Κύριος" είναι εκείνος που κατά την έλευσή του αποφασίζει ποιος είναι ο "πιστός και φρόνιμος δούλος" και όχι οι ίδιοι οι δούλου. Αποτελεί χονδροειδή αλαζονεία από μέρους μιας ομάδας ατόμων το να προβάλλει την αξίωση πως είναι ο "πιστός και φρόνιμος δούλος", πριν από τον προσδιορισμένο καιρό του Χριστού, εξυψώνοντας τους εαυτούς τους "επί πάντα τα υπάρχοντα" του Κυρίου. Αντίθετα, ένα άτομο που δεν αξιώνει υψηλή θέση, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως αλαζόνας, όταν αυτός δημοσιεύει μερικές πληροφορίες που αντιτίθενται σε κάποιες διδασκαλίες της Εταιρίας Σκοπιά.

Φυσικά είναι καθήκον κάθε Χριστιανού να "προσμένει τον Γιαχβέ". Ατυχώς, η Εταιρία Σκοπιά, όπως και πολλές άλλες αποκαλυπτικές "Κινήσεις", επανειλημμένα προπορεύθηκε του Γιαχβέ, και προσπάθησε ν’ "αναγγείλει" την εκπλήρωση των προφητειών Του πριν από τον ορισμένο από τον Θεό καιρό. Βασιζόμενοι στους χρονολογικούς υπολογισμούς τους, οι συγγραφείς του περιοδικού Σκοπιά έχουν προπορευτεί του Ιεχωβά, από τα πρώτα κιόλας τεύχη στο τέλος της δεκαετίας του 1870. Όταν για περισσότερα από πενήντα χρόνια (1876-1930) δίδασκαν πως ο Χριστός επανήλθε αόρατα το 1874, πρόσμεναν τον Ιεχωβά; Όταν δίδασκαν πως το "υπόλοιπο" της εκκλησίας του Χριστού θα μεταλλασσόταν, αρχικά το 1878, έπειτα το 1881, έπειτα το 1914, έπειτα το 1915, έπειτα το 1918 και πάλι έπειτα το 1925, πρόσμεναν τον Ιεχωβά; Αν το 1914 δεν είναι η χρονολογία λήξης των "Καιρών των Εθνών", όπως η Εταιρία Σκοπιά εξακολουθεί να ισχυρίζεται, τότε οι πολυάριθμες "προφητικές" εφαρμογές που πηγάζουν από αυτόν τον ισχυρισμό αποτελούν πρόσθετη απόδειξη πως η Εταιρία συνεχίζει να  είναι  απρόθυμη να προσμείνει τον Ιεχωβά.  Επομένως, είναι τερατώδες και οξύμωρο να συμβουλεύει η Εταιρία άλλους να «προσμένουν τον Ιεχωβά». Ένα άτομο που θέλει πραγματικά να προσμένει τον Γιαχβέ, είναι από τα πράγματα υποχρεωμένο ν’ απαλλαγεί από όλους τους ανώριμους υποθετικούς συλλογισμούς της χρονολογίας της Εταιρίας.

Όπως τονίζεται παραπάνω, τα συμπεράσματα στα οποία φτάνει το έργο τούτο, ανατρέπουν πολλούς ισχυρισμούς της Εταιρίας Σκοπιά σαν αυθεντίας αποκαλυπτικών ερμηνειών. Τέτοια συμπεράσματα,  συνεπώς, ίσως προξενήσουν κάποια ταραχή ανάμεσα στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι δε ιθύνοντες της Εταιρίας προφανώς φοβούνται πως η δημοσίευσή τους θα διασπάσει την ενότητα του ποιμνίου τους. Γνωρίζω πολύ καλά, πως οι αξιωματούχοι της Εταιρίας θα υποδεχθούν αυτήν την έκδοση σαν μια προσπάθεια καταστροφής της πίστης και διάσπασης της ενότητας της «αληθινής Χριστιανικής Εκκλησίας». Όμως, η πίστη πρέπει να βρίσκεται σε αρμονία με τα ιστορικά γεγονότα. Ύστερα από αυτά αισθάνομαι πεπεισμένος ότι η δημοσίευση των γεγονότων που σχετίζονται με το προκείμενο θέμα δεν θα διαταράξει την ειρήνη και την ενότητα εκείνων που είναι αληθινοί Χριστιανοί. Η αληθινή ενότητα θεμελιώνεται στη μεταξύ τους αγάπη, γιατί η αγάπη είναι ο «σύνδεσμος της τελειότητος» (Κολοσσαείς γ: 14).

Ατυχώς, υπάρχει και μια εσφαλμένη ενότητα, που θεμέλιό της δεν είναι η αγάπη, αλλά ο φόβος. Τέτοιου είδους «ενότητα» είναι χαρακτηριστική των εξουσιαστικών οργανώσεων, τόσο πολιτικών όσο και θρησκευτικών. Είναι μια μηχανική ενότητα που επιβάλλεται από τους ιθύνοντες τέτοιων οργανώσεων, που θέλουν να διατηρήσουν την εξουσία τους και τον έλεγχο πάνω στους ανθρώπους – μια ενότητα που δε χρειάζεται κατ’ ανάγκη να βασίζεται στην αλήθεια. Τέτοιες οργανώσεις, τα άτομα να παραχωρούν σε κεντρικές εξουσίες το δικαίωμα και την ευθύνη που έχουν να σκέφτονται, να μιλούν και να ενεργούν ελεύθερα. Εκείνοι που διατηρούν την ικανότητα ή επιμένουν στο δικαίωμά τους να σκέφτονται, - να ζυγίζουν τις αποδείξεις και «να ερευνούν τα ζητήματα» για τον εαυτό τους – βρίσκονται αυτόματα σε επισφαλή θέση. Αυτό συμβαίνει κατεξοχήν στην περίπτωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ωστόσο, μπορεί κανείς ακόμη να ελπίζει πως αρκετοί Μάρτυρες έχουν διατηρήσει τις θεόδοτες φυσικές τους ικανότητες να είναι σε θέση ν’ αμφισβητήσουν αποτελεσματικά την επιβεβλημένη «ενότητα» με κάθε θυσία από μιαν οργάνωση που αποδεικνύεται αποφασισμένη να διατηρήσει ζωντανό ένα ψέμα.

Στη διάρκεια των περασμένων ετών, αφότου άρχισε αυτή η έρευνα, έφθασα να γνωρίζω προσωπικά ή από επιστολές πολλούς Μάρτυρες του Ιεχωβά σε διαφορετικά επίπεδα της οργάνωσης Σκοπιά οι οποίοι εξέτασαν λεπτομερειακά το ζήτημα της χρονολογίας και έφθασαν ανεξάρτητα στα ίδια συμπεράσματα που παρουσιάζονται σ’ αυτό το βιβλίο. Μερικοί από αυτούς τους ανθρώπους κατέβαλαν σκληρή προσπάθεια για να υπερασπισθούν τη χρονολογία της Εταιρίας προτού, από τις βιβλικές και ιστορικές αποδείξεις, αναγκαστούν να την απορρίψουν. Ανάμεσά τους ήταν μέλη της ερευνητικής επιτροπής της Εταιρίας, η οποία διορίστηκε για να συγγράψει το εξαιρετικό Λεξικό της Βίβλου: «Βοήθημα προς Κατανόηση της Βίβλου»[6] - που έχει εκδοθεί από την Εταιρία. Το τμήμα αυτού του έργου που πραγματεύεται τη χρονολογία, (σελίδες 322 και 348), αποτελεί την πιο ικανή και λεπτομερειακή μελέτη της χρονολογίας της Εταιρίας Σκοπιά που εκδόθηκε ποτέ από την οργάνωση αυτή. Ωστόσο, το άτομο που έγραψε το προκείμενο άρθρο, τελικά έφθασε να συνειδητοποιήσει πως η χρονολογία της Εταιρίας για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλώνιους, (δηλαδή το 607 π.Χ.) δε μπορούσε να υποστηριχθεί. Αργότερα, το άτομο αυτό απέρριψε ολότελα αυτή τη χρονολογία μαζί με όλους τους υπολογισμούς και τις διδασκαλίες που θεμελιώνονται σ’ αυτήν. Σε πρόσφατη επιστολή που μου έστειλε, ανέφερε:

«Στην ανάπτυξη του θέματος «χρονολογία» στο βιβλίο «Βοήθημα», η Νεοβαβυλωνιακή περίοδος που διαρκεί από τη βασιλεία του πατέρα του Ναβουχοδονόσορα, του Ναβοπολασσάρ, μέχρι τη βασιλεία του Ναβονίδη και την πτώση της Βαβυλώνας, παρουσίασε ένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Σαν Μάρτυρες του Ιεχωβά, προφανώς ενδιαφερόμασταν να βρούμε και να παρουσιάσουμε κάποιες αποδείξεις, οσοδήποτε μικρές, προς υποστήριξη του έτους 607 π.Χ. σαν έτος καταστροφής της Ιερουσαλήμ στο 18ο έτος του Ναβουχοδονόσορα. Ήμουν ενήμερος του γεγονότος πως οι ιστορικοί σταθερά υποδεικνύουν μια χρονολογία κάπου είκοσι χρόνια μετέπειτα και τοποθετούν την έναρξη της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορα στο έτος 605 π.Χ. (έτος ενθρόνισής του), μάλλον παρά στο 625 π.Χ. που χρησιμοποιείται στις εκδόσεις της Εταιρίας Σκοπιά. Γνώριζα πως το 607 π.Χ. αποτελεί κρίσιμο έτος για την ερμηνεία της Εταιρίας των "επτά καιρών" του τετάρτου κεφαλαίου του βιβλίου του Δανιήλ που ερμηνεύονται ότι λήγουν το έτος 1914 μ.Χ.

Η ερευνητική μας προσπάθεια υπήρξε ογκώδης. Τότε (το 1968) ο Τσαρλς Πλόγκερ, μέλος του προσωπικού των Κεντρικών Γραφείων της Εταιρίας Σκοπιά, διορίσθηκε βοηθός μου. Δαπάνησε πολλές βδομάδες ερευνώντας στις βιβλιοθήκες της Νέας Υόρκης για οποιεσδήποτε πηγές πληροφορίας που θα μπορούσαν ίσως να προσδώσουν κάποια εγκυρότητα στο έτος 607 π.Χ. ως το έτος της καταστροφής της Ιερουσαλήμ. Πήγαμε επίσης και στο Πανεπιστήμιο Μπράουν για συνέντευξη με το δρ. Α. Τζ. Σαξ, ειδικό στα αστρονομικά κείμενα που σχετίζονται με τη Νεο-Βαβυλωνιακή και τις παράλληλες περιόδους. Καμία απ' αυτές τις προσπάθειες δεν απέδωσε αποδείξεις που να υποστηρίζουν τη χρονολογία 607 π.Χ.

Έχοντας αυτά υπόψη μου, όταν έγραψα το άρθρο "Χρονολογία" αφιέρωσα σημαντικό μέρος της ύλης στην προσπάθεια να δείξω τις υπάρχουσες αβεβαιότητες στις αρχαίες ιστορικές πηγές, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο των Βαβυλωνιακών πηγών, αλλά επίσης και των Αιγυπτιακών, των Ασσυριακών και των Μηδοπερσικών. Παρόλο που ακόμη πιστεύω πως πολλά από τα στοιχεία που παρουσιάζονται είναι έγκυρα, γνωρίζω ότι η επιχειρηματολογία γεννήθηκε από επιθυμία να υποστηριχθεί μια χρονολογία για την οποία απλά δεν υπήρχε καμιά ιστορική απόδειξη. Αν οι ιστορικές αποδείξεις πραγματικά αντέκρουαν κάποια σαφή δήλωση των Γραφών, δε θα δίσταζα να εμμείνω στο βιβλικό υπόμνημα ως πιο αξιόπιστο. Όμως, αναγνωρίζω πως εδώ δεν πρόκειται για σύγκρουση προερχόμενη από κάποια σαφή Γραφική δήλωση, αλλά σύγκρουση που δημιουργείται από κάποια ερμηνεία που δίνεται σε τμήμα των Γραφών προσδίνοντάς του σημασία που δε δηλώνεται στη Βίβλο καθαυτή. Οι αβεβαιότητες που βρίσκονται σε τέτοιες ανθρώπινες ερμηνείες ισοδυναμούν ασφαλώς με τις αβεβαιότητες που υπάρχουν σε χρονολογικά υπομνήματα της αρχαίας ιστορίας".[7]

Καταλήγοντας, θάθελα να ευχαριστήσω τους πολλούς πληροφορημένους ανθρώπους σ’ όλον τον κόσμο, αρκετοί από τους οποίους είναι ακόμη ενεργοί Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι συνέβαλαν σημαντικά σ’ αυτή τη διατριβή με την ενθάρρυνση, τις εισηγήσεις και τις ερωτήσεις που διατύπωσαν. Προπάντων, όμως, οι ευχαριστίες μου απευθύνονται στον αληθινό Θεό, τον Γιαχβέ, καθόσον η έρευνα αυτή έχει διεξαχθεί με διαρκή προσευχή για κατανόηση και βοήθεια από μέρους του. Όλη η τιμή αποδίδεται σ’ Εκείνον, εφόσον βάση αυτής της μελέτης υπήρξε ο αληθινός Του λόγος. Παρόλο που χρειάστηκε ν' απορριφθούν ορισμένες θεωρίες, ο προφητικός λόγος επιβεβαιώθηκε επανειλημμένα στη διάρκεια της βιβλικής και  ιστορικής έρευνας που συνδέεται με το υπό συζήτηση θέμα. Αυτή η ενισχυτική της πίστης εμπειρία αποτέλεσε πραγματική και διαρκή ευλογία για μένα. Ελπίζω πως ο αναγνώστης θα ευλογηθεί με παρόμοιο τρόπο.

Καρλ Όλοφ Γιόνσον

Πάρτιλ, Σουηδία

Δεκέμβριος 1982

 


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Σκοπιά, 15-10-1981, σελ. 28.

[2] Ίσως ο Σρόντερ να είχε κατά νου δυο εκδόσεις που δεν ανήκουν σε Μάρτυρες και οι οποίες προσβάλλουν τη χρονολόγηση της Εταιρίας: Edmund C. Gruss, The Jehovah's Witnesses and Prophetic Speculation (Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και η Προφητική Πιθανολογία), (Nutley, N.J.: Presbyterian and Reformed Publishing Co., 1972), και William MacCarty, 1914 and Christ's Second Coming (To 1914 και η Δεύτερη Έλευση του Χριστού), (Washington, D.C., Review and Herald Publishing Association, 1975).

[3] Η εγκατάλειψη του υπολογισμού 607 π.Χ.- 1914 μ.Χ. συνεπάγεται την εγκατάλειψη των ερμηνειών εκείνων που στηρίζονται πάνω στον υπολογισμό αυτό, όπως η ιδέα πως η βασιλεία του Θεού ιδρύθηκε το 1914 και πως τότε άρχισε η "αόρατη παρουσία" του Χριστού. Για Μάρτυρες του Ιεχωβά που δε μπορούν να ασπαστούν τέτοιες ιδέες, η Σκοπιά 15-10-1979, σελ.13, ανέφερε: "Άνομα άτομα έχουν φθάσει στο σημείο να προσπαθούν να διεισδύσουν στη Χριστιανική εκκλησία, επιχειρηματολογώντας πως η υποσχεμένη παρουσία του Κυρίου μας δεν είναι σήμερα... Άτομα αυτού του είδους συμπεριλαμβάνονται στην προειδοποίηση του Ιησού που έχει καταγραφεί στο Κατά Ματθαίον ζ' 15-23: "Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς εσάς με ενδύματα προβάτων, έσωθεν όμως είναι Λύκοι άρπαγες... Εν εκείνη τη ημέρα ... θέλω ομολογήσει προς αυτούς: Ποτέ δεν σας εγνώρισα, φεύγετε απ' εμού, οι εργαζόμενοι την ανομίαν." Περαιτέρω, η Σκοπιά 1-11-1980, σελ.19, έλεγε: "Ο Πέτρος μιλούσε για τον κίνδυνο να "παρασυρθεί" κανείς από κάποιους εντός της Χριστιανικής εκκλησίας που θα γίνονταν «χλευαστές», αψηφώντας την εκπλήρωση των προφητειών σχετικά με την 'παρουσία' του Χριστού και υιοθετώντας μια στάση ανοσιότητας έναντι του 'πιστού και φρόνιμου δούλου', του Κυβερνώντος Σώματος της Χριστιανικής εκκλησίας και των διορισμένων πρεσβυτέρων." Βλ. επίσης παράγραφο 14 στη σελίδα 20 του ίδιου τεύχους.

[4] Spectrum, Τομ.11, No.4, 1981, σελ.63. Το περιοδικό αυτό εκδίδεται από την Association of Adventists Forums, Box 4330, Takoma Park, Maryland, U.S.A.

[5] Ακόμη και ξέχωρα από την χρονολογία, είναι δύσκολο να υποστηριχτεί αυτός ο ισχυρισμός από τότε που η Εταιρία διατύπωσε τη νέα ερμηνεία του κατά Ματθαίον κδ' 42-51, το 1973. Αρχικά, πιστευόταν πως τα εδάφια 45-51 ήταν μια επέκταση των εδαφίων 42-44 και σχετίζονταν με το ίδιο συμβάν, δηλαδή την "έλευση του Χριστού στο ναό", το 1918. (Διεκδίκηση, Τομ.3, σελ.130, 131). Αργότερα, το 1973, ενώ διακράτησε τη θέση της σχετικά με τα εδάφια 45- 51, η Εταιρία μετέθεσε την 'έλευση' που μνημονεύεται στα εδάφια 42-44 στη μελλοντική "μεγάλη θλίψη". (Βλ. God's Kingdom of a Thousand Years Has Approched, σελ. 336, 337). Με βάση όμως τα συμφραζόμενα, δεν υπάρχει τρόπος να διαχωρίσουμε την "έλευση" των εδαφίων 42-44 από εκείνη των εδαφίων 45-51. Συνεπώς, αν η "έλευση" των εδαφίων 42-44 είναι μελλοντική, η "έλευση" του Κυρίου που περιγράφεται στα εδάφια 45-51 είναι επίσης μελλοντική, όπως επίσης μελλοντικός θα πρέπει να είναι και ο διορισμός του «πιστού και φρονίμου δούλου επί πάντων των υπαρχόντων» του Κυρίου.

[6] Για συντομία στο εξής θα αναφέρουμε αυτό το σύγγραμμα σαν «Βοήθημα».

[7] Την επιστολή αυτή την έγραψε ο Raymond Franz, πρώην μέλος του Κυβερνώντος Σώματος.

 

Εισαγωγή // Περιεχόμενα // 1ο Κεφάλαιο

Δημιουργία αρχείου: 26-5-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 3-6-2005.

Πάνω